-
1 εικονιζω
-
2 εἰκονίζω
2 draw up an official description, PFay.36.23 (ii A. D.), etc.3 mould into form,τὰς ἀμόρφους ὕλας Placit.1.10.1
; εἰ. ἀλήθειαν to give the semblance of truth, Aphth.Prog.1:—[voice] Med., picture to oneself, θάνατον Vett. Val.226.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰκονίζω
-
3 ἐνεικονίζω
A impart form to,τὰς ἀμόρφους ὕλας Placit.1.10.1
:— [voice] Med., have portrayed in a thing,τοὺς ἑαυτοῦ [λόγους] τοῖς ἑτέρων ἐνεικονίζεσθαι Plu.2.40d
; represent as by an image, Simp.in Ph.1355.11;τὸ θεῶν κάλλος δι' ἐγκοσμίων εἰδῶν Hierocl. in CA23p.468M.
, cf. Procl.Inst. 152:—[voice] Pass., find a place in a metaphor or piece of symbolism, Id.in Prm.pp.480,503 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνεικονίζω
См. также в других словарях:
εικονίζω — (AM εἰκονίζω) 1. αποδίδω την εικόνα, τη μορφή προσώπου ή παράστασης 2. διαμορφώνω, δίνω μορφή σε υλικό («εἰκονίζω τὰς ἀμόρφους ὕλας») αρχ. μσν. φέρνω στον νου μου, σχηματίζω με τη φαντασία μου την εικόνα κάποιου μσν. 1. συμβολίζω 2. φανερώνω,… … Dictionary of Greek
ενεικονίζω — ἐνεικονίζω (Α) 1. δίνω μορφή σε κάτι («ἐνεικονίζειν τάς ἀμόρφους ὕλας») 2. παθ. περιέχομαι σε μεταφορική ή συμβολική έκφραση 3. φαντάζομαι κάτι ως εικόνα, ως αντανάκλαση («δεῑ τοὺς ἑαυτῶν [λόγους] ἐνεικονίζεσθαι τοῑς ἑτέρων», Πλούτ.) 4. μέσ.… … Dictionary of Greek