Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(τὰς ἀμόρφους ὕλας

См. также в других словарях:

  • εικονίζω — (AM εἰκονίζω) 1. αποδίδω την εικόνα, τη μορφή προσώπου ή παράστασης 2. διαμορφώνω, δίνω μορφή σε υλικό («εἰκονίζω τὰς ἀμόρφους ὕλας») αρχ. μσν. φέρνω στον νου μου, σχηματίζω με τη φαντασία μου την εικόνα κάποιου μσν. 1. συμβολίζω 2. φανερώνω,… …   Dictionary of Greek

  • ενεικονίζω — ἐνεικονίζω (Α) 1. δίνω μορφή σε κάτι («ἐνεικονίζειν τάς ἀμόρφους ὕλας») 2. παθ. περιέχομαι σε μεταφορική ή συμβολική έκφραση 3. φαντάζομαι κάτι ως εικόνα, ως αντανάκλαση («δεῑ τοὺς ἑαυτῶν [λόγους] ἐνεικονίζεσθαι τοῑς ἑτέρων», Πλούτ.) 4. μέσ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»